lacrima
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- lacrima < lacruma < dacrima < dacruma (παλαιολατινικό) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dáḱru- < *dr̥ḱ-h₂eḱru-. Συγγενές με το (σανσκριτικά) अश्रु (aśru), (αρχαία ελληνική) δάκρυον, (παλαιοαγγλικό) tēar (αγγλικά tear)
Ουσιαστικό επεξεργασία
lacrima θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lacrima | lacrimae |
γενική | lacrimae | lacrimārum |
δοτική | lacrimae | lacrimīs |
αιτιατική | lacrimam | lacrimās |
κλητική | lacrima | lacrimae |
αφαιρετική | lacrimā | lacrimīs |