tear
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- tear < (κληρονομημένο) μέση αγγλική teren < αγγλοσαξονική teran < με απώτατη αρχή την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *der- (σκίζω)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
tear | tears |
tear (en)
- το σκίσιμο, το αποτέλεσμα του να σχίζω
- ↪ a tear in the back of the jacket - ένα σκίσιμο του σακακιού πίσω
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | tear |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tears |
αόριστος | tore |
παθητική μετοχή | torn |
ενεργητική μετοχή | tearing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
tear (en)
- (μεταβατικό) σχίζω
- (αμετάβατο) σχίζομαι
- κινούμαι με πολύ μεγάλη ταχύτητα
Παράγωγα επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- tear < (κληρονομημένο) μέση αγγλική teer < αγγλοσαξονική tēar < με απώτατη αρχή την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dáḱru- (δάκρυα)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
tear | tears |
tear (en)
Συγγενικά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
tear (en)
- → δείτε το phrasal verb tear up
Πηγές επεξεργασία
- tear 1 (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- tear 1 (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- tear 2 (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- tear 2 (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλικιανά (gl) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
tear (gl) αρσενικό