larmo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- larmo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | larmo | larmoj |
αιτιατική | larmon | larmojn |
larmo (eo)
- το δάκρυ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | larmo | larmoj |
αιτιατική | larmon | larmojn |
larmo (eo)