Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
zeppa zeppe

zeppa (it) θηλυκό

  1. τάκος
  2. σφήνα

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

zeppa (it)

  1. θηλυκό του zeppo