Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /zaˈwɔɡa/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

załoga (pl) θηλυκό

  1. το πλήρωμα (μεταφορικού μέσου)
  2. το προσωπικό (οργανισμού, υπηρεσίας κλπ)