Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

xenakienne < από το επώνυμο του Iannis Xenakis (Ιάννης Ξενάκης, 1922-2001) + -ienne

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
xenakienne xenakiennes

xenakienne (fr) θηλυκό (αρσενικό: xenakien)