Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fstɛ̃mp/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

wstęp (pl) αρσενικό

  1. είσοδος (ενέργεια)
  2. εισαγωγή, το εισαγωγικό τμήμα (σε βιβλία, ομιλίες, μουσική κλπ.)

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • wstęp wzbroniony - απαγορεύεται η είσοδος

Συγγενικά

επεξεργασία