Ετυμολογία

επεξεργασία
walk-in < walk + in

  Επίθετο

επεξεργασία

walk-in (en) (χωρίς παραθετικά)

  • εντοιχιζόμενος, που είναι αρκετά μεγάλο για να μπω μέσα
    ⮡  a sliding-door walk-in closet - συρόμενη ντουλάπα εντοιχιζόμενη