vouch
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | vouch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | vouches |
αόριστος | vouched |
παθητική μετοχή | vouched |
ενεργητική μετοχή | vouching |
Ρήμα
επεξεργασίαvouch (en)
ενεστώτας | vouch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | vouches |
αόριστος | vouched |
παθητική μετοχή | vouched |
ενεργητική μετοχή | vouching |
vouch (en)