vomissement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- vomissement < vomir
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vɔ.mis.mɑ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
vomissement | vomissements |
vomissement (fr) αρσενικό
- ο εμετός
ενικός | πληθυντικός |
vomissement | vomissements |
vomissement (fr) αρσενικό