volumétrique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- volumétrique < volumétrie
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
volumétrique | volumétriques |
volumétrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
volumétrique | volumétriques |
volumétrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό