visciolato
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
visciolato | visciolati |
Ετυμολογία
επεξεργασία- visciolato < visciola
Ουσιαστικό
επεξεργασίαvisciolato (it) αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- visciolato - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).