violento
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαviolento (it) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
violento | violenti |
violento (it)
Ρήμα
επεξεργασίαviolento (it)
violento (it) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
violento | violenti |
violento (it)
violento (it)