vindicative
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
vindicative (en)
- που σχετίζεται με την ενέργεια του ρήματος vindicate
- εκδικητικός
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
vindicative | vindicatives |
vindicative (fr)
- θηλυκό του vindicatif