Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

vigliĝi < vigl(a) + iĝi

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα vigliĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας vigliĝas vigliĝanta vigliĝata
αόριστος vigliĝis vigliĝinta vigliĝita
μέλλοντας vigliĝos vigliĝonta vigliĝota
υποθετική vigliĝus - -
προστακτική vigliĝu - -

vigliĝi (eo)

Άλλες γραφές επεξεργασία

vigligxi, viglighi, viglig'i