Ετυμολογία

επεξεργασία
vidage < vuidage < vider

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /?/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
vidage vidages

vidage (fr) αρσενικό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία