vidage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- vidage < vuidage < vider
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
vidage | vidages |
vidage (fr) αρσενικό
- το άδειασμα
ενικός | πληθυντικός |
vidage | vidages |
vidage (fr) αρσενικό