veselă
Ρουμανικά (ro) Επεξεργασία
Ετυμολογία 1 Επεξεργασία
- veselă < (άμεσο δάνειο) γαλλική vaisselle
Ουσιαστικό Επεξεργασία
veselă (ro)
Ετυμολογία 2 Επεξεργασία
- veselă: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου Επεξεργασία
veselă (ro)
veselă (ro)
veselă (ro)