ενικός         πληθυντικός  
vasoconstriction vasoconstrictions

  Ετυμολογία

επεξεργασία
vasoconstriction < vaso- + constriction

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

vasoconstriction (en)

Αντώνυμα

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

vasoconstriction (fr) θηλυκό