Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
vanillisme vanillismes

  Ουσιαστικό επεξεργασία

vanillisme (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη vanille