Ετυμολογία

επεξεργασία
vandale < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
vandale vandales

vandale (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο Βάνδαλος
  2. (μεταφορικά) καταστροφέας