Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

vampiriser < vampire

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vɑ̃.pi.ʁi.ze/

  Ρήμα επεξεργασία

vampiriser (fr)

  1. ζω παρασιτικά ή αποκομίζω όφελος απομυζώντας ένα άλλο πρόσωπο (ή και περισσότερα)
  2. καταδυναστεύω, έχω επιβληθεί ψυχολογικά σε άλλο πρόσωπο, μέχρι πλήρους εξάρτησής του από εμένα

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  vampire