Ετυμολογία

επεξεργασία
uzun < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική اوزون (uzun) < πρωτοτουρκική *uŕïn

  Επίθετο

επεξεργασία

uzun (tr)

  1. μακρύς
    ⮡  yol uzun - ο δρόμος είναι μακρύς
  2. ψηλός

Παράγωγα

επεξεργασία
  • uzun - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν