urban
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαurban < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική urbain < λατινική urbanus < urbs
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαurban (en)
- αστικός
- ⮡ Urban areas usually have a large population.
- Οι αστικές περιοχές συνήθως έχουν μεγάλο πληθυσμό.
- ⮡ Urban areas usually have a large population.