uproot
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | uproot |
γ΄ ενικό ενεστώτα | uproots |
αόριστος | uprooted |
παθητική μετοχή | uprooted |
ενεργητική μετοχή | uprooting |
ενεστώτας | uproot |
γ΄ ενικό ενεστώτα | uproots |
αόριστος | uprooted |
παθητική μετοχή | uprooted |
ενεργητική μετοχή | uprooting |