Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας uproot
γ΄ ενικό ενεστώτα uproots
αόριστος uprooted
παθητική μετοχή uprooted
ενεργητική μετοχή uprooting

  Ετυμολογία επεξεργασία

uproot < up- + root

  Ρήμα επεξεργασία

uproot (en)

  • ξεριζώνω
    The wind uprooted tens of trees.
    Ο άνεμος ξερίζωσε δεκάδες δέντρα.

  Πηγές επεξεργασία