unless
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΣύνδεσμος
επεξεργασίαunless (en)
- εκτός (και/κι) αν
- ⮡ unless you don’t want to - εκτός κι αν δε θέλετε
- ⮡ I’m not going unless you come too.
- Δεν πηγαίνω εκτός κι αν έρθεις κι εσύ.
- ⮡ I will come with you, unless you don’t want me to.
- Θα έρθω μαζί σας· εκτός κι αν δε με θέλετε.
- ⮡ I didn’t see him go out, unless he left from the other door.
- Δεν τον είδα να βγαίνει, εκτός κι αν έφυγε από την άλλη πόρτα.
- ⮡ You’ll be late, unless you take a taxi.
- Θ' αργήσεις, εκτός αν πάρεις ταξί.
- ⮡ Unless I’m mistaken…
- Αν δεν κάνω λάθος…