Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
unfailing
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
unfailing
(en)
αστείρευτος
,
ανεξάντλητος
≈
συνώνυμα
:
inexhaustible
αλάνθαστος
≈
συνώνυμα
:
infallible
αμετάβλητος
≈
συνώνυμα
:
changeless