tyrolien
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tyrolien | tyroliens |
θηλυκό | tyrolienne | tyroliennes |
Επίθετο
επεξεργασίαtyrolien (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tyrolien | tyroliens |
θηλυκό | tyrolienne | tyroliennes |
tyrolien (fr)