tweetable
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
tweetable | tweetables |
tweetable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (νεολογισμός) αυτός που αξίζει τον κόπο να σταλεί στο δίκτυο τουίτερ
ενικός | πληθυντικός |
tweetable | tweetables |
tweetable (fr) αρσενικό ή θηλυκό