tufan
Τουρκικά (tr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- tufan < κληρονομημένο από την οθωμανική τουρκική طوفان (tufan) < αραβική طُوفَان (ṭūfān) < σινική γλώσσα όπως η κινεζική 大風 (dàfēng)
Ουσιαστικό επεξεργασία
tufan (tr)
- (μετεωρολογία) ο κατακλυσμός, η πλημμύρα
Πηγές επεξεργασία
- tufan - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν