Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
truchement truchements

truchement (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) ο διερμηνέας
  2. (λογοτεχνία) ο αντιπρόσωπος
  3. το μέσον

Εκφράσεις

επεξεργασία