truchement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
truchement | truchements |
truchement (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) ο διερμηνέας
- (λογοτεχνία) ο αντιπρόσωπος
- το μέσον
Εκφράσεις
επεξεργασία- par le truchement de - μέσω
ενικός | πληθυντικός |
truchement | truchements |
truchement (fr) αρσενικό