Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
trucage trucages

trucage (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) η παραποίηση
  2. στα θεάματα, κάτι που δίνει την εντύπωση ότι είναι κάτι άλλο