trucage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
trucage | trucages |
trucage (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) η παραποίηση
- στα θεάματα, κάτι που δίνει την εντύπωση ότι είναι κάτι άλλο
ενικός | πληθυντικός |
trucage | trucages |
trucage (fr) αρσενικό