Ετυμολογία

επεξεργασία

trublion < αρχαία ελληνική τρύβλιον

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tʁy.bli.jɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
trublion trublions

trublion (fr) αρσενικό