Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

troubling (en)

  1. μετοχή ενεστώτα του ρήματος trouble


  Επίθετο επεξεργασία

troubling (en)

  1. ανησυχητικό