troszeczkę
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
troszeczkę (pl) υποκοριστικό του troszkę (pl)
Αριθμητικό επεξεργασία
troszeczkę (pl) (αόριστο) (χωρίς παραθετικά) άκλιτο
Συγγενικά επεξεργασία
Σημειώσεις επεξεργασία
- συντάσσεται με γενική (dopełniacz)