troposphérique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- troposphérique < troposphère
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
troposphérique | troposphériques |
troposphérique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με την τροπόσφαιρα
ενικός | πληθυντικός |
troposphérique | troposphériques |
troposphérique (fr) αρσενικό ή θηλυκό