Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
troïka troïkas

troïka (fr) θηλυκό

  1. το έλκηθρο με τρία άλογα
  2. μια τριάδα