Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tricot tricots

tricot (fr) αρσενικό

  1. το πλεκτό
  2. το πουλόβερ, το τρικό
  3. το πλέξιμο