trichromat
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
trichromat | trichromats |
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /trʌɪˈkrəʊmət/
Ουσιαστικό επεξεργασία
trichromat (en)
- (ιατρική) που εμφανίζει φυσιολογική τριχρωματική όραση
ενικός | πληθυντικός |
trichromat | trichromats |
trichromat (en)