ενικός         πληθυντικός  
trentenaire trentenaires

  Επίθετο

επεξεργασία

trentenaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (σπάνιο) που διαρκεί τριάντα χρόνια, ο τριακονταετής
  2. ο τριαντάρης, ο τριακονταετής, που είναι τριάντα ετών