travestissement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- travestissement < travestir
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
travestissement | travestissements |
travestissement (fr) αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη travestir