traitor
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
traitor | traitors |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtraitor (en)
- ο προδότης, η προδότισσα
- ⮡ Those who collaborate with the enemy are traitors to the country.
- Όσοι συνεργάζονται με τον εχθρό είναι προδότες της πατρίδας.
- ⮡ Those who collaborate with the enemy are traitors to the country.