Ουσιαστικό

επεξεργασία

tragedia (es) θηλυκό

  1. η τραγωδία (κυριολεκτικά και μεταφορικά)

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tragedia tragedie

tragedia (it) θηλυκό

  1. η τραγωδία (κυριολεκτικά και μεταφορικά)

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tragedia (pl) θηλυκό

  1. η τραγωδία (κυριολεκτικά και μεταφορικά)

Συγγενικά

επεξεργασία