traduction
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαtraduction < traduire
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tʁa.dyk.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
traduction | traductions |
traduction (fr) θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΙντερλίνγκουα (ia)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtraduction (ia)