Ετυμολογία

επεξεργασία

traduction < traduire

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
traduction traductions

traduction (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία