ενικός         πληθυντικός  
tréma trémas

  Ετυμολογία

επεξεργασία
tréma < points tremaz < αρχαία ελληνική τρῆμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tréma (fr) αρσενικό

  1. τα διαλυτικά, σημείο στίξεως που δείχνει ότι το φωνήεν που προηγείται προφέρεται ξεχωριστά
    maïs et mosaïque s'écrivent avec un i tréma