Ετυμολογία

επεξεργασία
tourniquet < γαλλική tourniquet

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tourniquet tourniquets

tourniquet (en)

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • tourniquet στην αγγλική Βικιπαίδεια   (σελίδα αποσαφήνισης)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
tourniquet < ρήμα tourner

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tourniquet tourniquets

tourniquet (fr) αρσενικό

  1. τουρνικέ
    • → δείτε τη λέξη garrot
  2. περιστρεφόμενο όργανο σε παιδική χαρά («μύλος»)