ενικός         πληθυντικός  
toponymie toponymies

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

toponymie (fr) θηλυκό

  1. η επιστήμη που μελετά τα τοπωνύμια
  2. (κατ’ επέκταση) σύνολο αυτών των τοπωνυμίων / τοπωνυμιών