togolais
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | togolais | togolais |
θηλυκό | togolaise | togolaises |
Επίθετο
επεξεργασίαtogolais (fr)
- σχετικός με το Τόγκο
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | togolais | togolais |
θηλυκό | togolaise | togolaises |
togolais (fr)