Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /titʁ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
titre titres

titre (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη titrer