tissue
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tissue | tissues |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtissue (en)
- το χαρτομάντιλο
- ⮡ pocket tissues - χαρτομάντηλα τσέπης
- (μη μετρήσιμο, ανατομία, και tissues) ο ιστός
- ⮡ muscular tissue - μυϊκός ιστός
- (μη μετρήσιμο) πολύ λεπτό χαρτί που χρησιμοποιείται για το τύλιγμα και τη συσκευασία αντικειμένων που σπάνε εύκολα