Ετυμολογία

επεξεργασία
tire-fesse < tirer + fesse

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tire-fesse tire-fesses

tire-fesse (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία